δότω

δότω
δίδωμι
Aër.
aor imperat act 3rd sg
δότης
masc gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θησαυροδοτώ — θησαυροδοτῶ, έω (Α) δίνω θησαυρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θησαυρός + δοτώ (< δότης < δίδω μι), πρβλ. λογο δοτώ, χρηματο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • θοινοδοτώ — θοινοδοτῶ, έω (Α) επιγρ. θοινώ*, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + δοτώ < δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθο δοτώ, πλειο δοτώ)] …   Dictionary of Greek

  • εξουσιοδοτώ — έω χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό] …   Dictionary of Greek

  • μαστοδοτώ — μαστοδοτῶ, έω (Α) γαλουχώ, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • οπωροδοτώ — ὀπωροδοτῶ, έω (Μ) παρέχω εδώδιμους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + δοτώ (< δότης < δίδωμι), πρβλ. λογο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • ορκοδοτώ — έω δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + δοτώ (< δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • πριμοδοτώ — Ν επιχορηγώ γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι οικονομικοί στόχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριμ «έκτακτο χρηματικό ποσό» + δοτώ (< δότης < δότης), πρβλ. χρηματο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • πυροδοτώ — έω, Ν 1. μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα, προκαλώ πυροδότηση 2. μτφ. γίνομαι η αφορμή να προκληθεί απότομη μεταβολή μιας κατάστασης («με τον προκλητικό λόγο που εκφώνησε ο ξένος διπλωμάτης πυροδότησε έντονες αντιδράσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ* +… …   Dictionary of Greek

  • συνταξιοδοτώ — έω, Ν παρέχω, καταβάλλω σύνταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + δοτώ (< δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. χρηματο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • τιτλοδοτώ — Ν 1. καθορίζω την αναλογία των συστατικών μιας ουσίας 2. καθορίζω την αναλογία τών συστατικών μερών ενός κράματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιτλοδοτημένος, η, ο χημ.. (για διάλυμα) α) αυτός τού οποίου ο τίτλος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”